ἀχαλινώτου

ἀχαλινώτου
ἀχαλῑνώτου , ἀχαλίνωτος
unbridled
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • необоузданъ — (2*) пр. Необузданный, буйный: свѧщенноѥ исповѣдание прескочисте ˫ако ѹньци неѡбуздани. (οἰστρῶσαι!) ФСт XIV, 122г; ѹвѣжьмы ˫ако луче сдравь˫а необуздана болѣзнь с мудростью. (ἀχαλινώτου) ГБ XIV, 106г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Ραβαγιάκ, Φραγκίσκος — (Ravaillac, 1578 – 1610). Γάλλος δάσκαλος και μοναχός. Αρχικά ήταν δάσκαλος και στη συνέχεια έγινε μοναχός. Εκδιώχτηκε γρήγορα όμως από τις μοναχικές τάξεις, επειδή, όπως υποστήριζε, διακατεχόταν από οράματα, πράγμα ανεπίτρεπτο για κληρικό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”